- πετασών
- -ῶνος, ὁ, Ατο χειρομέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το πέτασος και απαντά και στη Λατινική με τη μορφή petaso].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετασῶνος — πετασών ham masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԿԱՐԹԱՁՈՒԿՆ — (ձկան.) NBH 1 1068 Chronological Sequence: 7c գ. πέρνα, πετασών perna, petaso. Անուն խեցեմորթի յաստեղատան. *Այծեղջիւրն հպեալ դլփինի, եւ նա հպեալ սագին. անջրպետ միջակիտի, արդակ կարթաձկանն. Շիր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)